Δευτέρα 9 Ιανουαρίου 2012

Ο Τ Α Ϋ Γ Ε Τ Ο Σ (Το σερνικό βουνό)

 Κανένα βουνό απ' όσα είδα στη ζωή μου -από το Μον Μπλαν (Λευκό Όρος, βουνό στα σύνορα της Ιταλίας, της Γαλλίας και της Ελβετίας) με τα αιώνια απάτητα χιόνια ίσαμε τις πιο άγριες ισπανικές "σιέρες" (οροσειρές)- δεν μου έκανε ποτέ την εντύπωση που αισθάνθηκα, που δέχθηκα κιατάστηθα θα έπρεπε να πω, όταν από μια ψηλή καμπή του αμαξιτού δρόμου προς τη Σπάρτη αντίκρυσα τον Ταΰγετο σ' όλο του το επιβλητικό ύψος. Δε φανταζόμουν ποτέ ότι θα υπήρχε βουνό με τέτοιο χαρακτήρα με τέτοια ατομικότητα. Η εικόνα του ήταν άφθαστα μεγαλοπρεπής. Παρουσιάζεται στηριγμένος σε τεράστιες συμπαγείς πλαγιές, παρόμοιες με στηρίγματα τειχών, χρώματος μοβ και μολυβένιου, και οι κορφές του που έχουν σχήματα πυραμίδων, ξεκόβονται στο γαλανό ουρανό κατακάθαρα και σκληρά. Δεν υπάρχουν , όπως συμβαίνει με άλλα ψηλά βουνά, μικρότερες βουνοσειρές να το μισοκρύβουν και να εμποδίζουν ν' αγκαλιάσει κανείς με μια ματιά ολόκληρο το ύψος του. Από την κοιλάδα της Σπάρτης, όπου κάνει φιδίσιους ελιγμούς ο Ευρώτας, και που απλώνεται σαν θάλασσα πρασσινάδας, ο Ταΰγετος σηκώνεται ανεμπόδιστος, ίσιος, ωραίος και δυνατός -με μια περήφανη ανάταση- ίσαμε το ύψος των χιονοσκεπασμένων κορυφών του. Καθώς εμφανίζεται έτσι, δε δίνει μόνο μια εντύπωση μεγαλείου, αλλά και μια βαθειά συγκίνηση. Δεν τον φαντάζεται κανείς άψυχο: παγερή αιωνιότητα ύλης. Καθώς υψώνεται θεόρατος και δυνατός, σκιάζοντας τη μεγάλη πεδιάδα, φαντάζει σαν μια έμψυχη παρουσία, σαν να είναι ο τιτανικός φρουρός της - και δίνει πραγματικά το μάθημα εκείνο της ενέργειας και της δύναμης, που ένοιωσε ο Μωρίς Μπαρρές (Γάλλος συγραφέας, έγραψε το "Ταξίδι στη Σπάρτη"), όταν τον είδε και με το οποίο εξήγησε το αρχαίο θαύμα της Σπάρτης. Αληθινά, αφού δει κανείς τον Ταΰγετο, εννοεί καλύτερα, εννοεί εντελώς, πως υπήρξε αυτή η φυλή η περήφανη, η εξαίσια ανδρική, η λιτή, η αυστηρή και πολεμόχαρη, που έζησε στην κοιλάδα αυτή της Σπάρτης χωρίς να νοιώσει ποτέ την ανάγκη να περιτειχίσει ακροπόλεις, για να καταφεύγει σ' αυτές σε ώρες εχθρικών επιδρομών. Οι άνθρωποι που αντίκρυζαν καθημερινά τον Τιτάνα αυτόν που λεγόταν Ταΰγετος, που ανέπνεαν τον αέρα που κατεβαίνει από τις κορυφές του, που αισθάνονταν όχι το βάρος του πάνω στη πεδιάδα τους, αλλά το αγέρωχο ύψος του, δεν ήταν δυνατό, στις εποχές εκείνες των πολέμων και των στενών πατρίδων, να μη αναπτυχθούν σε χαλύβδινους και περήφανους πολεμιστές και να μη θέσουν τη φυλή τους ανώτερη και από τον πολιτισμό των Αθηναίων.

Άλλοτε πριν δω ακόμη τον Ταΰγετο, θεωρούσα κι εγώ, μαζί με όλους τους άλλους, κατώτερη τη φυλή αυτή που χάθηκε από το πρόσωπο της γης χωρίς ν' αφήσει στους αιώνες τίποτα για να θυμίζει τη διάβαση της: ούτε ένα ναό, ούτε ένα έργο τέχνης. Τώρα αισθάνομαι ότι οι Σπαρτιάτες "άφησαν" ως μνημείο τους τον Ταΰγετο - γιατί, εμπνεόμενοι από την περήφανη παρουσία του, ύψωσαν την ψυχή τους ίσαμε την ψηλότερη κορυφή του κι έγιναν ένα μ' αυτόν...

                                                                                                           Κώστας Ουράνης


 Από την κορυφή Άγιος Νίκων

"Ο Ταΰγετος είναι ένα βουνό". Δεν το ανακάλυψα,/βρισκόταν δίπλα μου 'οταν γεννήθηκα/ και παράστεκε.Αργότερα μόνο/ ονειρεύτηκα πως μπορούσε να γίνει/ μια εκκλησιά - κέντρο της γης./ Να σημαίνει η καμπάνα του, ραίνοντας με άνθη όλα τα έθνη της.    Νικηφόρος Βρεττάκο






 Από ΙΚΤΕΟ Λακωνίας

;Ετσι μου στάθηκε ο Ταΰγετος όπως ο κόρφος της μητέρας μου./ με πότισε γαλάζιο αψύ αίμα, ήλιο και πράσινο/ ως να μου δέσει την ψυχή όπως την πέτρα του/ ως να χαράξει στην καρδιά μου τις βαθειές χαράδρες του/ να σχηματίσει μες στη ζωή μου δώδεκα κορφές/ να βγαίνω απάνω με μοναδικό μου όνειρο τον ήλιο./ Με δίψα μοναδική τον ήλιο./ Δίψα βαθειά σαν ωκεανός,/ ψηλότερη κι απ' το φεγγάρι./ Δίψα που να τη λυπηθεί ο θεός.     Νικηφόρος Βρεττάκος.


Από Σπάρτη



Καθώς κοιτάς τον Ταΰγετο σημείωνε τα φαράγγια.\, που πέρασα,και τις κορυφές που πάτησα, και τα άστρα/ που είδα. Πες τους από μένα, πες τους απ' τα δάκρυα μου/ ότι επιμένω ακόμα πως ο κάσμος είναι όμορφος.      Νικηφόρος Βρεττάκος.





Από Σελεγούδι Ανατ, Μάνης



Γεμάτος ευγένεια/ γραμμές και σιωπές, παραστέκει ο Ταΰγετος./ Δεν έμεινε άλλος εδώ να σε νοιάζεται.    Νικηφόρος Βρςττάκος.








 Από την κορυφή Άγιος Νίκων



Όλα  έμοιαζαν σήμερα σάμπως νάρθε ο Ταΰγετος/ ενώ ήμουν εγώ που πήγαινα πάντοτε. Τον έβλεπα που όλο/ πλησίαζε, που όλο και πιο καθαρά οι πτυχές κ' οι κορφές του, κινούμενες μέσα/ στο φως αερόπαιζαν.                   Νικηφόρος Βρεττάκος.






 Από Αρχοντικό Ανατ. Μάνης




Έδειχνε είκοσι χρονώ ο Ταΰγετος. Η Παναγιά δεκατεσσάρω./ Ο Αη-Γιώργης δεκαέξι. Τραγούδαγαν.    Νικηφόρος Βρεττάκος







 Από ΙΚΤΕΟ Λακωνίας



Θ' ανέβω στο βουνό. Θα φέρω χιόνι,/ να σου φτιάξω ένα φόρεμα. Βάζοντας το μεθαύριο/ που θ'ανοίξει ένας άγγελος την ολόχρυση πόρτα,/ -κοιτώντας τις άσπρες του ακτίνες στον ήλιο- να μπεις στον παράδεισο.    Νικηφόρος Βρεττάκος.




 από Αλτομιρά Δυτ. Μάνης




Ολόρθη στον ήλιο,/ να γυρνάς γύρω-γύρω/ στην κορυφή του Ταΰγετου.               Νικηφόρος  Βρεττάκος






 Από την κορυφή Άγιος Νίκων





Χέρι με χέρι οι λυγερές Ταΰγετε ασημένιε/ δυο άσπρες μηλίτσες στο χορό/...Καλαματιανή/ Ρούσα και ξανθή...    Νικηφόρος Βρεττάκος.






Από ΙΚΤΕΟ Λακωνίας


Σ' αυτό τον κόσμο, μια φορά, κάποτε ( δε θυμάμαι/αν ήταν πάνω στον Ταΰγετο ή στο όρος των Ελαιών )/ συνέβη αυτό. Κι έτσι έμεινε από τότε. Η Μαργαρίτα/ έγινε αγάπη και γυρνά το σύμπαν.     Νικηφόρος  Βρεττάκος







 Από Χωσιάρι Ανατ. Μάνης






Βαδίζουμε οι δυο μας, εγώ κι ο Ταΰγετος,/ ο ένας μας δίπλα στον άλλο,/ καθένας μας μ' ένα ταγάρι στις πλάτες του. Νικηφόρος Βρεττάκος.






 Από Κατωπάγγι Ανατ. Μάνης





Δεν θα προφτάσει να σωπάσει η καρδιά μου./ Χίλια μέτρα ψηλότερα, πάνω από την/ κορυφή του Ταΰγετου θα χτυπήσει έν' απόγευμα/ μουσικά τους στερνούς της χτύπους, κι' αμέσως/ θα πάρει φωτιά.Εφτά χρώματα/ θα γείρουν σα στάχυα.     Νικηφόρος  Βρεττάκος.








Από την κορυφή Άγιος Νίκων




Αφήνοντας τώρα τα πνεύματα/ -τους ξερόβραχους της πατρίδας μου-/ και την κορυφή του Ταΰγετου/ που με δίδαξε το ύψος,/ ήλιε μου/ φεύγω/ χωρίς μοίρα και χωρίς πατρίδα, ελπίζοντας/ στους απογόνους αυτών που σημείωσαν στη διαθήκη τους την Ελλάδα,/γιατί είμαι από πέτρα κι εγώ, ένα άνθος/ μια σπίθα, μια κραυγή της:/ "μέσα σε όλα τα όνειρα των Ελλήνων/ στρατωνίστηκαν οι βάρβαροι".      Νικηφόρος  Βρεττάκος.






 Από το δρόμο Τρίπολης - Σπάρτης



Μα η σκοτεινή/ οροσειρά του Ταΰγετου/ άκαμπτη και ζωντανή/ σαν παραταγμένος θάνατος/ φρουρεί μες στα σύννεφα/ το σιωπηλό μου ερμητήριο/ αναφέροντας στους ουρανούς/ όταν δύει ο ήλιος/ την κατάσταση του εκπτώτου.    Νικηφόρος  Βρεττάκος.





 Από το δρόμο Τρίπολης - Σπάρτης




Είχε ανάγκη από έναν χρυσό αετό/ να μη ρίχνει σκιά αλλά φως στον Ταΰγετο,/ να τρέχει η καρδιά του όπως ένα ή δύο/ ή χίλια ρυάκια απ' όλες του τις πλευρές, εκβάλλωντας μες/ στον αιώνα τον άπαντα.    Νικηφόρος  Βρεττάκος.






 Από Καρδαμύλη Δυτ. Μάνης



Να φτάσω/ στο τέλος γραφή στη γραφή , να γίνω/ μια πλάκα σαν Ταΰγετος χαραγμένος. Νικηφόρος Βρεττάκος.







Από Πετροβούνι Καρδαμύλης



Κ' έχω αντίκρυ μου τον Ταΰγετο που θα γίνει,/ το ξέρω, ύμνος και θρήνος μου.          Νικηφόρος Βρεττάκος.











                                           Όχι ακόμη δεν ήρθα να σε απο-
                                           χαιρετίσω αδελφέ, που σε ανέβηκα
                                           πρώτη φορά όταν ήμουν ένα φως
                                           σ' ένα μίσχο. Οι περισσότεροι
                                           στίχοι μου είναι κτίσματα
                                           πάνω σου.  .................................
                                  
                                           Σε ανέβαινα, σε κατέβαινα, ουρανό
                                           φορτωμένος για τις ανάγκες μου.
                                           Οι λέξεις μου, κάλυκες, έπρεπε
                                           να γιομίζουν με φως. Οι στίχοι μου
                                           γλάστρες στου Θεού το παράθυρο.
                                  
                                           Όταν ήρθα στον κόσμο κ' είδα
                                           τον ήλιο, είπα: Θα πρέπει κάτι
                                           ν' αφήσω πίσω μου φεύγοντας.
                                  
                                            Και το βρήκα αρκετό. Ν' ανεβώ
                                            στην κορφή σου, να πετάξω
                                            στη γης ένα λουλούδι.
                                            ...................................................
                                            Η ουράνια δαντέλα,
                                            η σχεδόν κυματίζουσα,
                                            των γραμμών σου, θαρρείς
                                            όταν δύει ο ήλιος
                                            και γιομίζει αγγέλους.
                                   
                                            Προχωρούν, ανεβαίνουν
                                            απ' τις δύο παρυφές
                                            στη μεγάλη κορυφή σου.

                                            Συγκεντρώνονται πάνω της
                                            σαν μια χορωδία.
                                    
                                            Όσο που τέλος
                                            κάποιος απ' όλους
                                            απλώνει το χέρι
                                            κι ανάβει τον έσπερο.
                                            .....................................
                                            Ήμουν δέκα χρονών όταν χάραξα
                                            μ' ενα σουγιά σε μια πλάκα σου
                                            τ' όνομα μου, μόλις βγαίνει να το
                                            συλλαβίζει ο ήλιος. 'Ηταν τότε
                                            που ακόμα είχα "εγώ" μα που
                                            αργότερα τ' όσβησα, καθώς
                                            η βροχή απ' την πλάκα σου
                                            τ' όνομα μου.
                                            ..............................................
                                           Δεν ήσουν το ένα καλό μου βουνό.
                                           Σε έκαμα πρόσωπο, σε είδα λαό
                                           και σε είδα πλανήτη. Κ' έκαμα
                                          ένα όμορφο όνειρο: Να μεταβάλλω
                                          μ' αυτό το χαμόγελο πάνω σου
                                          σε κρόσια ηλίου όλα τα σύννεφα,
                                          σε φωσφόρο ειρήνης μια καταιγίδα.
                                  
                                         Είχα ανάγκη να υπάρχεις. Να βρω
                                         ν' ακουμπήσω κάπου τη λύπη μου.
                                         Σε καιρούς όπου όλα, πρόσωπα,
                                         αισθήματα, ιδέες, ήταν ρευστά,
                                         χρειαζόμουν μια πέτρα στερεή
                                        ν' ακουμπώ το χαρτί μου.
                               
                                        Μην αποσύρεις την πέτρα σου,
                                        Κύριε, και μείνουν τα χέρια μου
                                        στο κενό. Έχω ακόμη να γράψω.

                                       Παλεύοντας διάσχισα ανέμους
                                       πολλούς, που βρίσκαν το στήθος μου
                                       ανοιχτό και με πάγωναν. Υδρορρόες
                                       κεραυνών το μέτωπό μου, φαγώθηκε,
                                       έτσι που τώρα να στεκόμαστε
                                       ο ένας μας αντίκρυ στον άλλο,
                                       σαν δυό αδελφά γκρίζα
                                       πετρώματα.
                                       ......................................................
                                       Με τις λέξεις σου μίλησα των τσοπάνηδων
                                       που τις φύλαξα στο αίμα μου. Ήταν
                                       γυμνές και τους φόρεσα ένδυμα
                                       να ταιριάζουν στην ομιλία μου
                                       και τον κόσμο - με τα ζώντα και μη
                                       που όλα μαζί σχηματίζουνε έναν
                                       ποταμό ομορφιάς, που εδώ ακριβώς,
                                       στους δυο μας ανάμεσα και γύρω από μας,
                                       στο χώρο της γης, τέμνει την άβυσσο.
                               
                                      Το ξέρω  ότι ήσουν και πριν
                                      γεννηθώ. Το ύψος σου
                                      πάντως βγήκε από μέσα μου.
                             
                                      Νικηφόρος Βρεττάκος  ( αποσπάσματα από το "Ποιήματα για το ίδιο βουνό")